Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό παράθυρο μου βλέπει

  • 1 προς

    πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач, направления) к;

    προς νότον — к югу;

    έτρεξε προς την οδό Σταδίου он побежал в сторону улицы Стадиу;

    τό παράθυρο μου βλέπει προς την θάλασσαν — моё окно выходит на море;

    προς τα δεξιά — направо, в правую сторону;

    κάθομαι προς τα δεξιά του сидеть (или садиться) справа от него;

    προς τα αριστερά — налево, в левую сторону;

    προς τα εκεί — туда;

    προς τα εξω — кнаружи, вовне;

    προς τα μέσα — внутрь, вовнутрь;

    προς τα κάτω — вниз, книзу;

    προς τα πού; — в какую сторону?;

    2) (при обознач, лица или учреждения, к которому обращено действие, иногда без перевода) к;

    προς τό λαό — к народу;

    αναφορά προς το υπουργείον (τον υπουργό) — доклад министерству (министру);

    3) (при обознач, отношения к кому-чем у-л.) к; по отношению к;

    περιφρόνηση προς το θάνατο — презрение к смерти;

    ασέβεια προς τούς γονείς — непочтение к родителям;

    αντίθετον προς την παράδοση — вопреки традиции, вразрез с традицией;

    πέφτει σε αντίφαση προς τον εαυτό

    της она противоречит сама себе;

    δυσανάλογη προς την ηλικία της — несообразно с её возрастом;

    4):

    ως προς... — что касается...; — в отношении..., относительно того, что...;

    ως προς αυτό... — в отношении этого...;

    ως προς αυτό αδιαφορώ πλήρως — я к этому совершенно равнодушен;

    ως προς αυτό έχεις δίκιο — в отношении этого ты прав;

    ως προς την ημερομηνία — относительно даты;

    5) (при обознач, цены, соотношения):

    τοκίζει προς 20% — он ссужает деньги под 20%;

    τό ύφασμα το αγόρασα προς τριακόσιες δραχμές το μέτρο — я купил материал по триста драхм за метр;

    6) (при обознач, действия, совершаемого в пользу или во вред кому-чему-л.] для, ради;

    τό έκανα προς χάριν σου — я это сделал ради тебя;

    προς τό συμφέρον σου — для твоей же пользы;

    αυτό είναι προς τιμήν σου а) это в честь тебя; б) это делает тебе честь;

    τα πούλησαν προς όφελός τους — они это продали выгодно для себя;

    προς τιμωρίαν σου — тебе в наказание;

    προς ζημίαν — во вред;

    προς γενικήν ανακούφισιν — ко всеобщему облегчению;

    7) (при обознач, времени) к, ближе к; на;

    προς τό βράδυ — к вечеру;

    προς τα ξημερώματα — на рассвете;

    προς τό παρόν — пока, на данный момент, в настоящий момент;

    προς στιγμήν — на очень короткое время, на минуту; — временно;

    8) (при обознач, цели, намерения) для; в;

    προς επεξεργασίαν — для обработки, переработки;

    προς υπεράσπισιν — в защиту;

    προς αποφυγήν παρεξηγήσεων — во избежание недоразумений;

    προς τί; — для чего?, к чему?, зачем?;

    προς τί η τόση σπουδή;

    κ чему такая спешка?! 9) (при обознач, последовательности) за;

    λέξη προς λέξη — а) слово за словом; — б) слово в слово;

    βήμα προς βήμα — шаг за шагом; — по пятам;

    τον παρακολουθούν βήμα προς βήμα — следят за каждым его шагом; — следуют за ним по пятам;

    έν(α) προς έν(α) — одного за другим, по одному; — каждого в отдельности;

    § ένας προς έναν — один к одному;

    προς έκπληξιν — на удивление;

    II με γεν.
    1) (при обознач, происхождения, родства):

    ο προς μητρός θείος — дядя по матери;

    τό σπίτι το έχουμε πάππου προς πάππου — дом мы наследуем от отцов и дедов;

    2) (при заклинании, уверении, клятве) ради;

    προς θεού μην το κάνεις — ради бога, не делай этого;

    § προς ώρας — временно;

    αυτό είναιπρος κάκού μου — к моему несчастью;

    III με δοτ.
    1) (при обознач, прибавления) к;

    προς τούτοις — к тому же;

    προς τοίς άλλοις — ко всему прочему, кроме всего прочего;

    2) (при обознач, близости):

    αί προς τη θαλασσή πόλεις — прибрежные города

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προς

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»